en-academic.com en-academic.com
en-academic.com
  • EN
    • RU
    • DE
    • ES
    • FR
  • Remember this site
  • Embed dictionaries into your website

Academic Dictionaries and Encyclopedias

 
  • Dictionary of Greek
  • Interpretations

Dictionary of Greek

έκτα - εναπ

  • εκταγή
  • εκτάδην
  • εκταδικός
  • εκτάδιος
  • εκταίος
  • έκτακτος
  • εκτακτοσυστολή
  • εκτακτοσυστολικός
  • εκταλαιπωρώ
  • εκταλαντούμαι
  • έκταμα
  • εκταμιεύομαι
  • εκτανύω
  • έκταξη
  • εκταπεινώ
  • εκταρακτικός
  • εκτάραξις
  • εκταράσσω
  • εκταρβέω
  • εκτάρι
  • εκτάριο
  • εκταριχεύω
  • εκταρσούμαι
  • εκτάς
  • έκταση
  • εκτασία
  • εκτασίνη
  • εκτάσσω
  • εκτατήρας
  • εκτατικές ποσότητες
  • εκτατικός
  • εκτατός
  • εκταφή
  • εκταφρεύω
  • εκτείνω
  • έκτεισις
  • έκτεισμα
  • εκτειχίζω
  • εκτειχισμός
  • εκτεκνώ
Страницы
  • следующая →
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • 8
  • 9
  • 10
  • 11
  • 12
  • 13
  • 14
  • 15
  • 16
  • 17
  • 18
  • 19
  • 20
  • 21
  • 22
  • 23
  • 24
  • 25
  • 26
  • 27
  • 28
  • 29
  • 30
  • 31
  • 32
  • 33
  • 34
  • 35
  • 36
  • 37
  • 38
  • 39
  • 40
  • 41
  • 42
  • 43
  • 44
  • 45
  • 46
  • 47
  • 48
  • 49
  • 50
  • 51
  • 52
  • 53
  • 54
  • 55
  • 56
  • 57
  • 58
  • 59
  • 60
  • 61
  • 62
  • 63
  • 64
18+
© Academic, 2000-2025
  • Contact us: Technical Support, Advertising
Dictionaries export, created on PHP,
Joomla,
Drupal,
WordPress, MODx.